Αγροτικές Εργασίες
Από τα τέλη Μαΐου, ξεκινούσε η περίοδος της συγκομιδής. Πρώτα οι γεωργοί θα μάζευαν τα κουκιά, τις φακές και θα έκοβαν το βίκο, τον οποίο άφηναν στο χωράφι μέχρι να ξεραθεί και στη συνέχεια τον δεματοποιούσαν με τη βοήθεια ειδικής κάσας. Κατόπιν θέριζαν, με τη σειρά, τις σικαλιές και τα βρωμοκρέθαρα. Τα σιτάρια τα θέριζαν Ιούνιο με αρχές Ιουλίου. Ο γεωργός, όπως στο σπαρμό χώριζε το χωράφι σε σποριές, κατά τον ίδιο τρόπο στο θέρο το χώριζε σε “όργους”, των οποίων το μέγεθος καθοριζόταν από τον νοικοκύρη, ανάλογα με τα χέρια που είχε στη διάθεση του. Αν είχε πολλά ο όργος θα ήταν μεγάλος και αντίθετα.
Έτσι άρχιζε ο θέρος με το δρεπάνι ένα (σιδερένιο εργαλείο σχήματος μισοφέγγαρου με ξύλινη λαβή) στο ένα χέρι, με την “παλαμαριά” στο άλλο, για να μαζεύουν μεγαλύτερες χεροβολιές και την αφόρητη ζέστη του καλοκαιριού. Τις χεροβολιές που θέριζαν τις άφηναν κατάχαμα, τις συγκέντρωναν σε “δρομιά” και όταν τελείωνε ο όργος άρχιζε η δεματοποίησή τους. Τα δρομιά τα συγκέντρωναν και έδεναν το δεμάτι με τα “διματικά” που τα κατασκεύαζαν προηγουμένως με σικαλιά βρεγμένη και στριμμένη ταυτόχρονα για να έχουν αντοχή και ελαστικότητα. Μετά θέριζαν και τον δεύτερο όργο, τον τρίτο, έδεναν πάλι τα δρομιά σε δεμάτια, μέχρι που τελείωνε ολόκληρο το χωράφι.
Όταν οι γεωργοί θέριζαν όλα τα χωράφια τους και έφταναν στο τελευταίο άφηναν, σύμφωνα με το έθιμο, λίγα στάχυα αθέριστα για να “ρίξουν το δράκο” όπως έλεγαν. Σύμφωνα μ’ αυτό το έθιμο οι θεριστές έκοβαν και τα τελευταία αυτά στάχυα και τα πετούσαν μαζί με το δρεπάνι τους προς τα πίσω. Κι αν το δρεπάνι έπεφτε “βολικά”, είχε δηλαδή φορά προς τα δεξιά, χαίρονταν και έλεγαν πως την επόμενη χρονιά θα ήταν γεροί για να ξαναθερίσουν. Κι αν έπεφτε ανάποδα ή κάρφωνε στη γη, έλεγαν πως τάχα κάτι θα πάθαιναν και τον επόμενο χρόνο δεν θα ήταν σε θέση να θερίσουν. Οι γεωργοί όμως που δεν πίστευαν σε τέτοιου είδους προλήψεις ή αντιμετώπιζαν αισιόδοξα την ένδειξη αυτή του “δράκου” έλεγαν αστειευόμενοι πως θα καζαντούσαν και του χρόνου δεν θα είχαν την ανάγκη για να θερίσουν. Ήθελαν μ’ αυτόν τον τρόπο να ξορκίσουν το κακό που κατά βάθος, λίγο-πολύ, όλοι πίστευαν.
Όταν τελείωνε ο θερισμός, οι νοικοκυρές στο σπίτι συνήθως ετοίμαζαν ένα γλύκισμα, που το έτρωγαν και έδιναν ευχές για τον επόμενο χρόνο.
Τα δεμάτια οι γεωργοί τα φόρτωναν ανά έξι συνήθως σε κάθε ζώο και τα μετέφεραν στο αλώνι τους, όπου τα συγκέντρωναν σε μεγάλες θημωνιές. Μόλις συγκέντρωναν τα δεμάτια όλων των χωραφιών, σύμφωνα με ένα παλιό έθιμο, κατασκεύαζαν έναν σταυρό από στάχυα και τον τοποθετούσαν στην κορυφή της θημωνιάς, για να τους έχει τάχα ο Θεός γερούς και του χρόνου και να τους δώσει τέτοια ή και ακόμα μεγαλύτερη θημωνιά.

Όργωμα και σπορά.
Με τα πρωτοβρόχια του φθινοπώρου άρχιζε ο σπαρμός (σπορά). Πρώτα θα έσπερναν τα κουκιά, τις φακές, το βίκο, τις βρώμες και τα κριθάρια, τα “βρωμοκρέθαρα” όπως έλεγαν μονολεκτικά Τέλη Οκτωβρίου έσπερναν και τα σιτάρια, που προ του 1930 υπήρχε μια ποικιλία το “Μαυραγάνης”. κατα την τελευταία δεκαετία αντικαταστίθικε με υβρίδια. Τον σπόρο οι γεωργοί τον ετοίμαζαν από την προηγούμενη χρονιά. Διάλεγαν τα καλύτερα δεμάτια από τη θημωνιά, έσπαναν με τον κόπανο τα στάχυα, καθάριζαν το σιτάρι και το κρατούσαν για τη σπορά του επόμενου χρόνου. Όταν άρχιζε η σπορά, οι γεωργοί συνήθιζαν να βάζουν μέσα στο τσουβάλι που είχαν το σπόρο ένα ρόδι και δεν το έβγαζαν, μέχρι να τελειώσει ο σπαρμός. Εύχονταν μ’ αυτό τον τρόπο και τα σπαρτά τους να γίνουν και να μεγαλώσουν, όπως τα σπυριά του ροδιού.
Ο σπαρμός διαρκούσε μέχρι τα Χριστούγεννα περίπου. Πρώτα ο γεωργός μετρούσε μια “σποριά” από το χωράφι του – δέκα βήματα σε πλάτος κι αν το χωράφι είχε μεγάλο μήκος το χώριζε σε “στροφάρια” – και στην έκταση αυτή σκορπούσε στο σπόρο που είχε μέσα σε ένα τρίχινο σάκο, κρεμασμένο στον ώμο του. Μόλις τελείωνε το ρίξιμο του σπόρου σε κάθε σποριά τον σκέπαζε με τη βοήθεια του ξύλινου αλετριού, για να μην μένει εκτεθειμένος στα έντομα, και μετά έσπερνε, κατά τον ίδιο τρόπο, τη δεύτερη σποριά, την τρίτη κλπ. μέχρι να τελειώσει ολόκληρο το χωράφι.
Το όργωμα γινόταν τα παλιά χρόνια με το ξύλινο αλέτρι. Είχε μήκος δυόμισι περίπου μέτρα, αρκετά μεγαλύτερο δηλαδή από το σιδεράλετρο, και όλος ο εξοπλισμός του ήταν ξύλινος εκτός από το σιδερένιο γινί. Το κατασκεύαζαν ειδικοί τεχνίτες.
Το σιδεράλετρο έκανε την εμφάνιση του γύρω στα 1920 και η χρήση του γενικεύτηκε μετά το 1925.
Μετά τη σπορά οι γεωργοί μάζευαν τις ελιές τους μέχρι να μεγαλώσουν αρκετά τα σπαρτά και να αρχίσουν το βοτάνισμα των χωραφιών τους. Στα σταροχώραφα της περιοχής μας φύτρωναν πολλών ειδών παράσιτα και αμέτρητα άλλα φυτά. Το βοτάνισμα όλων αυτών έπρεπε να γίνεται με μεγάλη προσοχή και ήταν πολύ κοπιαστικό. Διαρκούσε από τα τέλη Φεβρουαρίου μέχρι τον Απρίλιο και το επαναλάμβαναν συνήθως δύο φορές. Με την εμφάνιση των φυτοφαρμάκων οι γεωργοί μας απαλλάχτηκαν απ’ αυτή την κοπιαστική απασχόληση που δεν παρείχε καμία άμεση απόδοση.
Η παραγωγή θα ήταν ικανοποιητική αν έβρεχε το Μάρτιο και τον Απρίλιο, η λαϊκή μούσα δε τραγούδησε την ευτυχία των γεωργών με τις βροχές των μηνών αυτών, λέγοντας:
Αν Μάρτης βρέξει δυο νερά
κι ο Απρίλης άλλο ένα,
έρε χαρά στο γεωργό
που ‘χει πολλά σπαρμένα.
Αντίθετα, οι βροχές του Μάη ήταν καταστροφικές. Γι’ αυτό οι γεωργοί έλεγαν:
Στην καταραμένη γη, το Μάη μήνα βρέχει.

Θερισμός
Από τα τέλη Μαΐου, ξεκινούσε η περίοδος της συγκομιδής. Πρώτα οι γεωργοί θα μάζευαν τα κουκιά, τις φακές και θα έκοβαν το βίκο, τον οποίο άφηναν στο χωράφι μέχρι να ξεραθεί και στη συνέχεια τον δεματοποιούσαν με τη βοήθεια ειδικής κάσας. Κατόπιν θέριζαν, με τη σειρά, τις σικαλιές και τα βρωμοκρέθαρα. Τα σιτάρια τα θέριζαν Ιούνιο με αρχές Ιουλίου. Ο γεωργός, όπως στο σπαρμό χώριζε το χωράφι σε σποριές, κατά τον ίδιο τρόπο στο θέρο το χώριζε σε “όργους”, των οποίων το μέγεθος καθοριζόταν από τον νοικοκύρη, ανάλογα με τα χέρια που είχε στη διάθεση του. Αν είχε πολλά ο όργος θα ήταν μεγάλος και αντίθετα.
Έτσι άρχιζε ο θέρος με το δρεπάνι ένα (σιδερένιο εργαλείο σχήματος μισοφέγγαρου με ξύλινη λαβή) στο ένα χέρι, με την “παλαμαριά” στο άλλο, για να μαζεύουν μεγαλύτερες χεροβολιές και την αφόρητη ζέστη του καλοκαιριού. Τις χεροβολιές που θέριζαν τις άφηναν κατάχαμα, τις συγκέντρωναν σε “δρομιά” και όταν τελείωνε ο όργος άρχιζε η δεματοποίησή τους. Τα δρομιά τα συγκέντρωναν και έδεναν το δεμάτι με τα “διματικά” που τα κατασκεύαζαν προηγουμένως με σικαλιά βρεγμένη και στριμμένη ταυτόχρονα για να έχουν αντοχή και ελαστικότητα. Μετά θέριζαν και τον δεύτερο όργο, τον τρίτο, έδεναν πάλι τα δρομιά σε δεμάτια, μέχρι που τελείωνε ολόκληρο το χωράφι.
Όταν οι γεωργοί θέριζαν όλα τα χωράφια τους και έφταναν στο τελευταίο άφηναν, σύμφωνα με το έθιμο, λίγα στάχυα αθέριστα για να “ρίξουν το δράκο” όπως έλεγαν. Σύμφωνα μ’ αυτό το έθιμο οι θεριστές έκοβαν και τα τελευταία αυτά στάχυα και τα πετούσαν μαζί με το δρεπάνι τους προς τα πίσω. Κι αν το δρεπάνι έπεφτε “βολικά”, είχε δηλαδή φορά προς τα δεξιά, χαίρονταν και έλεγαν πως την επόμενη χρονιά θα ήταν γεροί για να ξαναθερίσουν. Κι αν έπεφτε ανάποδα ή κάρφωνε στη γη, έλεγαν πως τάχα κάτι θα πάθαιναν και τον επόμενο χρόνο δεν θα ήταν σε θέση να θερίσουν. Οι γεωργοί όμως που δεν πίστευαν σε τέτοιου είδους προλήψεις ή αντιμετώπιζαν αισιόδοξα την ένδειξη αυτή του “δράκου” έλεγαν αστειευόμενοι πως θα καζαντούσαν και του χρόνου δεν θα είχαν την ανάγκη για να θερίσουν. Ήθελαν μ’ αυτόν τον τρόπο να ξορκίσουν το κακό που κατά βάθος, λίγο-πολύ, όλοι πίστευαν.
Όταν τελείωνε ο θερισμός, οι νοικοκυρές στο σπίτι συνήθως ετοίμαζαν ένα γλύκισμα, που το έτρωγαν και έδιναν ευχές για τον επόμενο χρόνο.
Τα δεμάτια οι γεωργοί τα φόρτωναν ανά έξι συνήθως σε κάθε ζώο και τα μετέφεραν στο αλώνι τους, όπου τα συγκέντρωναν σε μεγάλες θημωνιές. Μόλις συγκέντρωναν τα δεμάτια όλων των χωραφιών, σύμφωνα με ένα παλιό έθιμο, κατασκεύαζαν έναν σταυρό από στάχυα και τον τοποθετούσαν στην κορυφή της θημωνιάς, για να τους έχει τάχα ο Θεός γερούς και του χρόνου και να τους δώσει τέτοια ή και ακόμα μεγαλύτερη θημωνιά.

Αλώνισμα
Μετά άρχιζε η πολύπλοκη όσο και κοπιαστική διαδικασία του αλωνίσματος. Το αλώνι ήταν κυκλικό και λίγα εκατοστά πιο χαμηλά από το έδαφος. Είχε και μια μικρή κλίση. Στο κέντρο του αλωνιού ήταν μπηγμένος ένας πάσσαλος. Μερικά αλώνια ήταν λιθόστρωτα. Πρώτα καθάριζαν το αλώνι από τα χόρτα, το σκούπιζαν και στη συνέχεια “κατάστρωναν” το αλώνι, τοποθετούσαν δηλαδή τα δεμάτια το ένα δίπλα στο άλλο σ΄ όλη την έκταση του αλωνιού. Σ’ ένα κανονικό αλώνι 300 περίπου τετραγωνικών, θα κατάστρωναν περίπου διακόσια δεμάτια. Στη συνέχεια έκοβαν με το δρεπάνι τα δεματικά, ανακάτωναν τα στάχυα με τα δικράνια και οδηγούσαν μέσα στο αλώνι τα μουλάρια ή τα άλογα
Στην αρχή αλώνιζαν τις βρώμες και τα κριθάρια, συνήθως χωριστά ή και μαζί εάν ήταν λίγα. Τα βρωμοκρέθαρα τα προόριζαν για τροφή των ζώων κατά την περίοδο του χειμώνα. Στη συνέχεια αλώνιζαν τα σιτάρια. Τα ζώα (ένα άλογο ή ένα μουλάρι δεμένο σε ένα στύλο) γυρνούσαν κυκλικά σε όλη την έκταση του αλωνιού για πολλές ώρες και τα στάχυα άρχιζαν σιγά-σιγά να τεμαχίζονται. Συγχρόνως μερικοί “γύριζαν το αλώνι” με τις δοκράνες (ένα ξύλο με δόντια σιδερένια), ώστε ν’ αλωνίζονται όλα τα στάχυα, διαδικασία που επαναλάμβαναν πολλές φορές. Στη συνέχεια “γύριζαν το αλώνι” με τα “καρπουλόια” και στο τέλος με τα “ξυλόφκιαρα, όταν πλέον τα στάχυα είχαν τεμαχιστεί εντελώς.
Μετά και τα τελευταία γυρίσματα, όταν το σιτάρι είχε πλέον διαχωριστεί από το άχυρο, οδηγούσαν τα ζώα έξω από το αλώνι και τα ξέζευαν.

Λύχνισμα
Πάνω στο λαμνί ανέβαιναν οι νοικοκυραίοι και με τα καρπουλόγια άρχιζαν το λίχνισμα. Το σιτάρι έπεφτε πλέον βαρύ πάνω στο χώμα, ενώ ο αέρας απομάκρυνε το άχυρο. Γι’ αυτόν τον λόγο οι νοικοκυραίοι έφτιαχναν τα αλώνια τους σε ανοιχτά μέρη που τα έπιαναν οι καλοκαιρινοί νοτιάδες. Δίπλα στο σωρό βρισκόταν μια γυναίκα καθ’ όλη τη διάρκεια του λιχνίσματος, που καθάριζε το σιτάρι απ’ οτιδήποτε άλλο έπεφτε. Όταν τελείωνε το λίχνισμα μετέφεραν το σιτάρι σε τρίχινα τσουβάλια των 50 οκάδων το φόρτωναν στα ζώα και το μετέφεραν στα δωμάτια-αποθήκες των σπιτιών τους. Το άχυρο που έμενε στα αλώνια, το αποθήκευαν στους αχυρώνες (ειδικό αποθηκευτικό χώρο) που υπήρχαν απαραίτητα δίπλα σε κάθε αλώνι ή στο σπίτι τους. Ρίχνονταν στον αχυρώνα από την αχερότρυπα.
Μετά το αλώνισμα οι νοικοκυραίοι πήγαιναν ένα φορτίο σιτάρι σε κάποιον από τους νρόμυλους που λειτουργούσαν κατά καιρούς στα χωριά και έπαιρναν το ανάλογο αλεύρι. Οι μύλοι αυτοί σταμάτησαν τη λειτουργία τους με την εμφάνιση των αλευρομηχανών, γύρω στα 1930, που δούλευαν με πετρέλαιο. Με το αλεύρι της πρώτης παραγωγής οι νοικοκυρές ζύμωναν και φούρνιζαν το ψωμί στον φούρνο της γειτονιάς. Τι γινόταν όμως όταν η σοδιά δεν έφτανε για το ψωμί ολόκληρου του χρόνου; Αυτό δεν είναι θεωρητικός υπολογισμός αλλά μια πραγματικότητα που είχαν να αντιμετωπίσουν πολλές φορές αρκετές οικογένειες. Ήταν συνηθισμένο το φαινόμενο, την εποχή πριν από τον θέρο να έχει τελειώσει το σιτάρι της προηγούμενης σοδειάς και τότε οι νοικοκυραίοι, οι πιο αμελείς συνήθως, αντιμετώπιζαν το πρόβλημα αυτό της έλλειψης σιταριού με έναν τρόπο που σατιρίστηκε δεόντως από τους ανθρώπους της εποχής. Συγκεκριμένα σε τέτοιες περιπτώσεις οι γεωργοί πήγαιναν κρυφά στα χωράφια τους κι έκοβαν στάχυα, χλωρά σχεδόν. Τα στάχυα αυτά τα άφηναν για λίγες μέρες στον ήλιο να ξεραθούν και μετά τα έσπαναν με τον κόπανο πάνω σε κουρελούδες. Το σιτάρι που μάζευαν το άλεθαν και με το αλεύρι έφτιαχναν λίγο ψωμί που μ’ αυτό πόρευαν μέχρι να βγάλουν την καινούρια παραγωγή. Το γεγονός αυτό, όταν γινόταν γνωστό, σατιριζόταν με πολλούς τρόπους την εποχή εκείνη. Το ερχόμενο φθινόπωρο με τον σπαρμό της άλλης μπάντας άρχιζε ο ίδιος μεγάλος κύκλος, κουραστικός μα και ενδιαφέρων, της καλλιέργειας και παραγωγής του σιταριού.
Σήμερα δεν υπάρχουν πια αλώνια. Ούτε ζώα και ζευγολάτες. Οι βολόσυροι έχουν σαπίσει πεταμένοι σε ταράτσες και αποθήκες. Τα σιδερένια λούρα, οι ζυγοί, οι ζεύλες, έχουν χαθεί. Οι σύγχρονες θεριζοαλωνιστικές μηχανές μετατρέπουν σε λίγη ώρα τον αθέριστο σιταγρό σε στάρι και πακεταρισμένα σε μπάλες άχυρα.

Αμπελοκαλλιέργεια
α. Φύτεμα του αμπελιού
Τα αμπέλια τα φύτευαν-όπως όλα σχεδόν τα δέντρα-κατά τη διάρκεια της σαρακοστής, γι’ αυτό και οι παππούδες μας έλεγαν για τη γονιμότητα της εποχής αυτής:
Σαράντα φας, σαράντα πιεις, σαράντα βάλει μεσ’ τη γης.
Με το αλέτρι, που το έσερναν ένα ζευγάρι ζώα (κυρίως βόδια), όργωναν το χωράφι. Εργάτες με ξινάρια έσκαβαν το χώμα για να το κάνουν αφράτο. Άνοιγαν λάκκους, βάθους 50 εκατοστών περίπου κι εκεί φύτευαν τις βέργες από ήμερο κλήμα, τις οποίες είχαν προετοιμάσει ως εξής: το Γενάρη, όταν κλάδευαν τα κλήματα, διάλεγαν τις κατάλληλες βέργες που ήθελαν να φυτέψουν, τις έδεναν σε μάτσο, τις έβαζαν σε ένα λάκκο και τις σκέπαζαν με λίγο φουσκί (κοπρόχωμα για λίπανση) και χώμα. Το φύτεμα γινόταν περισσότερο με την τεχνική των καταβολάδων, χρησιμοποιώντας άγριες κληματσίδες, οι οποίες ήταν περισσότερο ανθεκτικές στις ασθένειες των αμπελιών. Τις «φ’τιές», όπως ονόμαζαν τα νέα αμπέλια, τον πρώτο χρόνο τις περιποιούνταν και τις πότιζαν συχνά, με νερό που το μετέφεραν μέσα σε καδιά με τα ζώα τους. Τις άφηναν θαμμένες εκεί για ένα χρόνο περίπου και τις πότιζαν τακτικά ώστε να βγάλουν ριζίδια. Το φύτεμα γινόταν τον Απρίλιο ή Μάιο μήνα. Μόλις φύτευαν τη βέργα, την πότιζαν και σιγά-σιγά ρίζωνε στο χώμα και το νέο φυτό μεγάλωνε. Για να στηριχτεί την έδεναν σε ένα καλάμι κι όταν έφτανε στο ύψος των 60-70 εκατοστών, έκοβαν τη φούντα πάνω, για να σταυρώσει.
Τους λάκκους για το φύτεμα των αμπελιών, τους άνοιγαν με ένα εργαλείο που το έλεγαν πατόφτυαρο.
Β. Καλλιέργεια του αμπελιού
Η πρώτη δουλειά της χρονιάς, που γινόταν στο αμπέλι, ήταν το κλάδεμα. Αυτό γινόταν το Γενάρη μήνα. Πίστευαν πως αν κλάδευαν το χτήμα αυτό το μήνα, που ήταν γεμάτο το φεγγάρι, ήταν καλύτερα και οι κληματόβεργες, που κράταγαν σε δεμάτια για να ανάβουν το φούρνο, δε σάπιζαν όλο το χρόνο.
Η δεύτερη δουλειά ήταν το σκάψιμο, που γινόταν με το ξινάρι για να αφρατέψει το χώμα και να κοπούν τα αγριόχορτα. Κοπριές από ζώα αποτελούσαν το λίπασμα για τα φυτά.
Όταν πέταγαν τα πρώτα βλαστάρια, γινόταν το ράντισμα με ψεκαστήρα. Χρησιμοποιούσαν θειάφι και χαλκό και καθόλου άλλα φυτοφάρμακα.
Για να βοηθήσουν τις βέργες του αμπελιού, που βάραιναν με τα σταφύλια, τις έδεναν σε καλάμια, που τα ονόμαζαν φούρκες και τη δουλειά αυτή φούρκωμα.
Για να χοντρύνουν οι ρόγες των σταφυλιών κορφολογούσαν τα νεαρά βλαστάρια και χαράκωναν τις απολυτές (μακριά βλαστάρια). Όταν το φυτό ήταν μικρό, χαράκωναν, με ειδικό ψαλίδι, μια φορά γύρω την απολυτή. Όταν το φυτό ήταν μεγαλύτερο, χαράκωναν δύο φορές κι έβγαζαν ένα δαχτυλίδι από τη φλούδα της απολυτής.
Μια άλλη δουλειά που γινόταν στο αμπέλι ήταν το ξέφυλλο, δηλ. το κόψιμο περιττών φύλλων για να αερίζεται ο καρπός

© 2024, Πολιτιστικός Σύλλογος Κλένιας
Κατασκευή Ιστοσελίδας και Έρευνα Θανάσης Πίπιλος